- σίγιον
- σίγιονneut nom/voc/acc sgσί̱γιον , σιγάωkeep silenceimperf ind act 3rd pl (epic doric ionic)σί̱γιον , σιγάωkeep silenceimperf ind act 1st sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σίγιον — τὸ, ΜΑ είδος τζίτζικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σιγή (πρβλ. και σιγαλφοί*)] … Dictionary of Greek
σιγίου — σίγιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίος — (Pius). Όνομα 12 παπών. 1. Π. Α’. Έγινε πάπας της Ρώμης πιθανότατα το 140 και διοίκησε τη Δυτική Εκκλησία μέχρι το 155. Για τη ζωή και τη δράση του δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. 2. Π. Β’ (Ενέα Σίλβιο Πικολόμινι, 1405 – 1464). Παλαιός… … Dictionary of Greek
σιγαλφοί — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἄφωνοι καὶ οἱ ἄγριοι τέττιγες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. άγνωστης ετυμολ., για τον οποίο έχουν διατυπωθεί διάφορες παρετυμολ. Κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. σιγή (πρβλ. σίγιον). Ωστόσο, θεωρείται μάλλον αμφίβολη η… … Dictionary of Greek
Κουρμπέ, Γκιστάβ — (Gustav Courbet, Ορνάν, Γαλλία 1819 – Λα Τουρ ντε Πελζ, Ελβετία 1877). Γάλλος ζωγράφος. Στην Ορνάν, όπου ξεκίνησε τις σπουδές του, συνδέθηκε φιλικά με τον Μαξ Μπισόν. Αργότερα, γράφτηκε στο κολέγιο της Μπεζανσόν (1837) και μελέτησε σχέδιο με τον… … Dictionary of Greek
Μοντρέ — (Montreux). Πόλη (περ. 22.400 κάτ. το 2001). της Ελβετίας, στην ακτή της λίμνης της Γενεύης. Ανήκει στο καντόνι Βο. Είναι κυρίως τουριστικό κέντρο. Σε μικρή απόσταση από την πόλη αυτή βρίσκεται ο πύργος Σιγιόν, που έχει μετατραπεί σε μουσείο.… … Dictionary of Greek